dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
Ουσιαστικό
ο
έμπορος ναρκωτικών
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
der
Rauschgifthändler
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
ο
έμπορος ναρκωτικών
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
der
Dealer
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
η
έμπορος ναρκωτικών
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Dealerin
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
ο
έμπορος ναρκωτικών
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
der
Drogenhändler
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
η
έμπορος ναρκωτικών
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Drogenhändlerin
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
η
έμπορος ναρκωτικών
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Rauschgifthändlerin
Ⓦ
Ⓖ
…